Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): hands
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): hand
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): handed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): handing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): hands
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): hand
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): hand
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
hand περιέχει 1 συλλαβές: hand
Φωνητική μεταγραφή: ˈhand
hand , ˈhand (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)