Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): gulps
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): gulp
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): gulped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): gulping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): gulps
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): gulp
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): gulp
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
gulp περιέχει 1 συλλαβές: gulp
Φωνητική μεταγραφή: ˈgəlp
gulp , ˈgəlp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)