Κλίσεις
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): grasp
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): grasped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): grasping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): grasps
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): grasp
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): grasp
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
grasp περιέχει 1 συλλαβές: grasp
Φωνητική μεταγραφή: ˈgrasp
grasp , ˈgrasp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)