Κλίσεις
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): glow
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): glowed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): glowing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): glows
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): glow
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): glow
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
glowing περιέχει 2 συλλαβές: glow • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈglō-iŋ
glow ing , ˈglō iŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)