Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): gloves
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): glove
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): gloved
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): gloving
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): gloves
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): glove
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): glove
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
glove περιέχει 1 συλλαβές: glove
Φωνητική μεταγραφή: ˈgləv
glove , ˈgləv (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)