Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): glimpses
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): glimpse
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): glimpsed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): glimpsing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): glimpses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): glimpse
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): glimpse
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
glimpse περιέχει 1 συλλαβές: glimpse
Φωνητική μεταγραφή: ˈglim(p)s
glimpse , ˈglim(p)s (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)