Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): gleams
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): gleam
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): gleamed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): gleaming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): gleams
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): gleam
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): gleam
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
gleam περιέχει 1 συλλαβές: gleam
Φωνητική μεταγραφή: ˈglēm
gleam , ˈglēm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)