Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): garages
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): garage
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): garaged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): garaging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): garages
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): garage
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): garage
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
garage περιέχει 2 συλλαβές: ga • rage
Φωνητική μεταγραφή: gə-ˈräzh
ga rage , gə ˈräzh (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)