Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): frames
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): frame
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): framed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): framing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): frames
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): frame
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): frame
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
frame περιέχει 1 συλλαβές: frame
Φωνητική μεταγραφή:
frame , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)