Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): foster
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fostered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fostering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fosters
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): foster
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): foster
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
foster περιέχει 2 συλλαβές: fos • ter
Φωνητική μεταγραφή: ˈfȯ-stər
fos ter , ˈfȯ stər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)