Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): forms, form
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): form
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): formed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): forming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): forms
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): form
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): form
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
form περιέχει 1 συλλαβές: form
Φωνητική μεταγραφή: ˈfȯrm
form , ˈfȯrm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)