Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): flash
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): flashes, flash
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): flash
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): flashed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): flashing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): flashes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): flash
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): flash
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
flashing περιέχει 2 συλλαβές: flash • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈfla-shiŋ
flash ing , ˈfla shiŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)