Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fixes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): fix
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fixed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fixing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fixes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): fix
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): fix
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
fix περιέχει 1 συλλαβές: fix
Φωνητική μεταγραφή: ˈfiks
fix , ˈfiks (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)