Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): files
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): file
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): filed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): filing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): files
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): file
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): file
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
filing περιέχει 2 συλλαβές: fil • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈfī-liŋ
fil ing , ˈfī liŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)