Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): feasts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): feast
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): feasted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): feasting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): feasts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): feast
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): feast
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
feast περιέχει 1 συλλαβές: feast
Φωνητική μεταγραφή: ˈfēst
feast , ˈfēst (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)