Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fatigue
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): fatigue
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fatigued
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fatiguing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fatigues
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): fatigue
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): fatigue
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
fatigue περιέχει 2 συλλαβές: fa • tigue
Φωνητική μεταγραφή: fə-ˈtēg
fa tigue , fə ˈtēg (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)