Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): exposes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): expose
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): exposed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): exposing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): exposes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): expose
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): expose
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
exposed περιέχει 2 συλλαβές: ex • posed
Φωνητική μεταγραφή: ik-ˈspōzd
ex posed , ik ˈspōzd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)