Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): endeavours
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): endeavour
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): endeavoured
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): endeavouring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): endeavours
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): endeavour
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): endeavour
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
endeavour περιέχει 3 συλλαβές: en • deav • our
Φωνητική μεταγραφή:
en deav our , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)