Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): embraces
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): embrace
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): embraced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): embracing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): embraces
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): embrace
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): embrace
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
embrace περιέχει 2 συλλαβές: em • brace
Φωνητική μεταγραφή: im-ˈbrās
em brace , im ˈbrās (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)