Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): draws
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): draw
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): drew
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): drawn
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): drawing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): draws
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): draw
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): draw
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
draw περιέχει 1 συλλαβές: draw
Φωνητική μεταγραφή: ˈdrȯ
draw , ˈdrȯ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)