Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): dots
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): dot
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): dotted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): dotting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): dots
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): dot
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): dot
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
dot περιέχει 1 συλλαβές: dot
Φωνητική μεταγραφή: ˈdät
dot , ˈdät (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)