Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): dons
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): don
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): donned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): donning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): dons
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): don
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): don
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
don περιέχει 1 συλλαβές: don
Φωνητική μεταγραφή: ˈdän
don , ˈdän (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)