Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): direct
Επίρρημα (Adverb): direct
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): directed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): directing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): directs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): direct
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): direct
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
direct περιέχει 2 συλλαβές: di • rect
Φωνητική μεταγραφή: də-ˈrekt
di rect , də ˈrekt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)