Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): designs, design
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): design
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): designed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): designing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): designs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): design
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): design
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
design περιέχει 2 συλλαβές: de • sign
Φωνητική μεταγραφή: di-ˈzīn
de sign , di ˈzīn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)