Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): decks, deck
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): deck
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): decked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): decking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): decks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): deck
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): deck
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
deck περιέχει 1 συλλαβές: deck
Φωνητική μεταγραφή: ˈdek
deck , ˈdek (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)