Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): dashes, dash
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): dash
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): dashed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): dashing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): dashes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): dash
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): dash
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
dashed περιέχει 1 συλλαβές: dashed
Φωνητική μεταγραφή: ˈdasht
dashed , ˈdasht (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)