Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): damper
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): dampest
Επίθετο (Adjective): damp
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): damp
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): damp
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): damped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): damping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): damps
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): damp
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): damp
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
damp περιέχει 1 συλλαβές: damp
Φωνητική μεταγραφή: ˈdamp
damp , ˈdamp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)