Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): crushes, crush
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): crush
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): crushed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): crushing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): crushes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): crush
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): crush
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
crushed περιέχει 1 συλλαβές: crush
Φωνητική μεταγραφή: ˈkrəsh
crush , ˈkrəsh (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)