Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): crimson
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): crimson
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): crimson
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): crimsoned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): crimsoning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): crimsons
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): crimson
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): crimson
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
crimson περιέχει 2 συλλαβές: crim • son
Φωνητική μεταγραφή: ˈkrim-zən
crim son , ˈkrim zən (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)