Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): crafts, craft
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): craft
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): crafted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): crafting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): crafts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): craft
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): craft
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
craft περιέχει 1 συλλαβές: craft
Φωνητική μεταγραφή: ˈkraft
craft , ˈkraft (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)