Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): covers, cover
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cover
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): covered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): covering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): covers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cover
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cover
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cover περιέχει 2 συλλαβές: cov • er
Φωνητική μεταγραφή: ˈkə-vər
cov er , ˈkə vər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)