Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): courses
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): course
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): coursed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): coursing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): courses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): course
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): course
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Course περιέχει 1 συλλαβές: course
Φωνητική μεταγραφή: ˈkȯrs
course , ˈkȯrs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)