Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): counter
Επίρρημα (Adverb): counter
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): counters
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): counter
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): countered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): countering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): counters
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): counter
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): counter
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
counter περιέχει 2 συλλαβές: count • er
Φωνητική μεταγραφή: ˈkau̇n-tər
count er , ˈkau̇n tər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)