Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): consoles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): console
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): consoled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): consoling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): consoles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): console
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): console
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
console περιέχει 2 συλλαβές: con • sole
Φωνητική μεταγραφή: ˈkän-ˌsōl
con sole , ˈkän ˌsōl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)