Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): conflicts, conflict
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): conflict
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): conflicted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): conflicting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): conflicts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): conflict
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): conflict
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
conflict περιέχει 2 συλλαβές: con • flict
Φωνητική μεταγραφή: ˈkän-ˌflikt
con flict , ˈkän ˌflikt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)