Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): conditions, condition
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): condition
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): conditioned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): conditioning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): conditions
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): condition
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): condition
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
condition περιέχει 3 συλλαβές: con • di • tion
Φωνητική μεταγραφή: kən-ˈdi-shən
con di tion , kən ˈdi shən (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)