Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): concrete
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): concrete
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): concrete
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): concreted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): concreting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): concretes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): concrete
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): concrete
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
concrete περιέχει 2 συλλαβές: con • crete
Φωνητική μεταγραφή: (ˌ)kän-ˈkrēt
con crete , (ˌ)kän ˈkrēt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)