Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): combines
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): combine
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): combined
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): combining
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): combines
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): combine
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): combine
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
combine περιέχει 2 συλλαβές: com • bine
Φωνητική μεταγραφή: kəm-ˈbīn
com bine , kəm ˈbīn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)