Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): coins, coin
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): coin
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): coined
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): coining
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): coins
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): coin
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): coin
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
coin περιέχει 1 συλλαβές: coin
Φωνητική μεταγραφή: ˈkȯin
coin , ˈkȯin (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)