Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): coats
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): coat
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): coated
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): coating
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): coats
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): coat
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): coat
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
coat περιέχει 1 συλλαβές: coat
Φωνητική μεταγραφή: ˈkōt
coat , ˈkōt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)