Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): coasts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): coast
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): coasted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): coasting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): coasts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): coast
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): coast
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
coast περιέχει 1 συλλαβές: coast
Φωνητική μεταγραφή: ˈkōst
coast , ˈkōst (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)