Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): closet
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): closets
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): closet
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): closeted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): closeting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): closets
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): closet
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): closet
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
closet περιέχει 2 συλλαβές: clos • et
Φωνητική μεταγραφή: ˈklä-zət
clos et , ˈklä zət (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)