Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): clerks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): clerk
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): clerked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): clerking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): clerks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): clerk
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): clerk
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
clerk περιέχει 1 συλλαβές: clerk
Φωνητική μεταγραφή: ˈklərk
clerk , ˈklərk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)