Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): clenched
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): clenching
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): clenches
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): clench
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): clench
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
clench περιέχει 1 συλλαβές: clench
Φωνητική μεταγραφή: ˈklench
clench , ˈklench (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)