Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): cheeks, cheek
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cheek
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): cheeked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): cheeking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): cheeks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cheek
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cheek
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
cheek περιέχει 1 συλλαβές: cheek
Φωνητική μεταγραφή: ˈchēk
cheek , ˈchēk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)