Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): charts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): chart
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): charted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): charting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): charts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): chart
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): chart
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
chart περιέχει 1 συλλαβές: chart
Φωνητική μεταγραφή: ˈchärt
chart , ˈchärt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)