Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): charges, charge
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): charge
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): charged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): charging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): charges
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): charge
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): charge
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
charged περιέχει 1 συλλαβές: charged
Φωνητική μεταγραφή: ˈchärjd
charged , ˈchärjd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)