Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): chairs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): chair
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): chaired
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): chairing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): chairs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): chair
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): chair
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
chair περιέχει 1 συλλαβές: chair
Φωνητική μεταγραφή: ˈcher
chair , ˈcher (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)