Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): cases
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): case
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): cased
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): casing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): cases
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): case
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): case
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Case περιέχει 1 συλλαβές: case
Φωνητική μεταγραφή: ˈkās
case , ˈkās (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)