Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): cares, care
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): care
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): cared
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): caring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): cares
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): care
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): care
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
care περιέχει 1 συλλαβές: care
Φωνητική μεταγραφή: ˈker
care , ˈker (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)